-
1 βάση
[васи] ουσ. Θ. база, основа,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βάση
-
2 основа
-ы θ.1. βάση• στήριγμα • σκελετός•деревянная основа дивана ξύλινη βάση ντιβανιού.
|| μτφ. ουσιώδης αρχή, υποδομή•положить что-л. в -у βάζω κάτι σαν βάση•
гьтрясние основ το τράνταγμα των βάσεων•
принять про-кт решения за -у παίρνω το σχέδιο απόφασης σαν βάση•
на -е στη βάση• με βάση•
на -е равноправия με βάση την ισοτιμία•
авантюрная основа романа η περιπετειώδης βάση του μυθιστορήματος•
древние греки заложили -у современной культуры οι αρχαίοι Ελληνες έβαλαν τη βάση του σύγχρονου πολιτισμού.
2. πλθ. -ы θεμελιώδεις αρχές•-ы химии οι βάσεις της χημείας.
3. το στιμόνι (υφάσματος).4. (γραμμ.) θέμα, ρίζα.εκφρ.класть в -у – βάζω για βάση• παίρνω για βάση•лечь лежать) в основу чего – μπαίνω σαν βάση. -
3 база
ба́з||аж1. (основа, основание) ἡ βάση [-ις], τό θεμέλιο[ν]:экономическая (энергетическая) \база ἡ οἰκονομική (ή ἐνεργειακή) βάση; материальная \база ἡ ὑλική βάση; сырьевая \база ἡ βάση πρώτων ὑλῶν; на \базае чего-л. ἐπί τῆ βάσει, πάνω στή βάση;2. воен. ἡ βάση [-ις]:военно-морская \база ἡ ναυτική βάση; военно-возду́ш-ная \база ἡ ἀεροπορική βάση;3. (склад) ἡ ἀποθήκη;4. (туристическая и т. п.) ἡ βάση [-ις], ὁ σταθμός:экскурсионная \база ὁ ἐκδρομικός σταθμός. -
4 база
база ж 1) (основа) η βάση; материальная \база η υλική βάση 2) (пункт) о σταθμός· туристическая \база η τουριστική βάση· лыжная \база о σταθμός για σκι 3): военная \база η στρατιωτική βάση* * *ж1) ( основа) η βάσηматериа́льная ба́за — η υλική βάση
2) ( пункт) о σταθμόςтуристи́ческая ба́за — η τουριστική βάση
лы́жная ба́за — ο σταθμός για σκι
3)вое́нная ба́за — η στρατιωτική βάση
-
5 база
-ы θ.1. βάση, βάθρο•база колоны η βάση της κολόνας.
2. το κύριο, το σπουδαιότερο στο οποίο στηρίζεται κάτι•экономическая οικονομική βάση•
сыревая база βάση πρώτων υλών.материальная база η υλική βάση.
|| αποθήκες, εγκαταστάσεις•военная база στρατιωτική βάση•
база во-; енно-морская база ναυτική βάση•
авиационная -αεροπορική βάση.
|| αποθήκη υλικών, εμπορευμάτων κλπ.3. τουρσ. σταθμός•экскурсионная база εκδρομικός σταθμός.
-
6 основание
-я ουδ.1. θεμελίωση, Ιδρυση•основание города η ίδρυση της πόλης•
год -я института έτος Ιδρυσης του ινστιτούτου.
2. (κυρλξ. κ. μτφ.) θεμέλιο, βάθρο• υποδομή•основание дома το θεμέλιο του σπιτιού•
экономическое основание οικονομική βάση•
правосудие есть основание всякой власти η δικαιοσύνη είναι η βάση κάθε εξ ουσ. ίας.
3. λόγος, αιτία• στήριγμα•говорю это не без -я λέγω αυτό όχι αβάσιμα•
на этом -и σαυτή τη βάση•
на каком -и? σε ποια βάση;•
иметь основание предполагать έχω λόγο να υποθέτω•
он ревнует без -я αυτός ζηλεύει αδικαιολόγητα.
4. (μαθ., χημ.) βάση•основание треугольника η βάση του τριγώνου.
εκφρ.до -я – μέχρι θεμέλια•разрушить до -я – καταστρέφω εκ θεμελίων•на -и – με βάση•на -и закона – με βάση το νόμο. -
7 основание
1. (сторона геометрической фигуры, перпендикулярная её высоте) η βάση 2. мат. η βάση 3. (нижняя часть предмета или сооружения) η βάση, το θεμέλιο, το υποστήριγμαпиримиди-новые - я (хим.биол.) οι πυριμιδίνεςбиол.) οι πουρίνες5. (причина, повод) о λόγος, το επιχείρημαна - и βάσει (του, της)на законном - и βάσει του νόμου, νόμιμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > основание
-
8 рама
το πλαίσιο, η βάσηдверная - της θύρας/πόρτας- στήριξηςкопировальная полигр. - εκτύπωσηςфундаментная - βάσης, η βάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рама
-
9 основание
основан||иес1. (действие) ἡ θεμελίωση[-ις]. ἡ ϊδρυση [-ις]:\основание университета ἡ ίδρυση Πανεπιστημίου·2. (фундамент) ἡ βάση, τό θεμέλιο[ν], τό κρηπίδωμα:у \основаниеия памятника στή βάση τοῦ μνημείου· \основание горы οἱ πρόποδες ὀρους, τό ριζοβούνι· разрушать до \основаниеия κατεδαφίζω ἐκ θεμελίων, γκρεμίζω συθέμελα·3. (причина, мотив) ἡ βάση [-ις], ὁ λόγος, ἡ αίτία, ἡ αίτιολογία, ἡ ἀφορμή:законное \основание ἡ νόμιμος αίτια· на каком \основаниеии? μέ ποιά δικαιολογία;· требовать на законном \основаниеии ἀπαιτῶ ἐπί τῆ βάσει τοῦ νόμου· иметь полное \основание предполагать ἔχω κάθε λόγο νά„ύποθέτω· без \основаниеия ^ωρίς αἰτία, ἀδικαιολόγητα, ἀβασίμως· не без \основаниеия ὄχι χωρίς λόγο, δικαιολογημένα [-ως]·4. хим., мат ἡ βάση [-ις], -
10 базис
1. (геод.) η βάση του τριγωνομετρικού δικτύου 2. мат. η βάση 3. (филос) η βάση 4. арх. см.база (во 2 знач.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > базис
-
11 основа
1. (опора, каркас) η βάση, ο σκελετός 2. (в абстрактном значении) η βάση, η αρχή 3. текст. о στήμων, το στημόνι, η βάση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > основа
-
12 базис
базисм1. филос. ἡ βάση [-ις]:\базис и надстройка ἡ βάση καί τό ἐποικοδόμημα;2. (основа) ἡ βάση [-ις];3. архит. τό θεμέλιο[ν]. -
13 основ
основ а ж1. ἡ βάση [-ις]:положить в \основу βάζω στή βάση, βασίζω, στηρίζω· принимать за \основу παίρνω σάν βάση, ἀποδέχομαι ὡς βάσιν закладывать \основы βάζω τίς βάσεις· на \основе чего-л. ἐπί τῆ βάσει·2. \основы мн. οἱ βάσεις:\основы марксизма-ленини́зма οἱ βάσεις τοῦ μαρξισμοῦ-λε-νινισμοῦ·3. текст. ὁ στήμων, τό στημό-νι:набивка \основы τό στημόνιασμα·4. лингв. τό θέμα. -
14 почва
-ы θ.1. έδαφος, γη• τόπος• χώμα•плодородная почва εύφορο έδαφος•
болотная почва ελώδες έδαφος•
образцы -ы δείγματα χώματος.
|| μτφ. το περιβάλλον.2. βάση, στήριγμα•поставить на научную -у στηρίζω σε επιστημονική βάση•
обвинение не имеет под собой почву η κατηγορία δεν έχει καμιά βάση (είναι ανεδαφική).
3. τομέας, σφαίρα. || άποψη•εκφρ.нащупать -у – βολιδοσκοπώ, σφυγμομετρώ, εξιχνιάζω•терять -у под ногами – φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια•становиться на -у чего – είμαι με το μέρος, την άποψη. -
15 база
1. (основа, основание сооружение для обслуживания чего-л.) η βάσηоперационная мор. - των επιχειρήσεων2. арх. η βάση, το θεμέλιο, (колонны) το πέδιλο 3. (склад, место для хранения чего-л.) η αποθήκη 4. маш. η επιφάνεια αναφοράς 5. (в гиперболических системах навигации) η γραμμή βάσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > база
-
16 опора
το στήριγμα, το έρεισμα, η βάση, το έδρανοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > опора
-
17 авиабаза
-
18 материально-технический
материально-технический: \материально-техническийая база η υλικοτεχνική βάση (или υποδομή)* * *материа́льно-техни́ческая ба́за — η υλικοτεχνική βάση ( или υποδομή)
-
19 опора
опора ж το στήριγμα (тж. перен.)· η βάση (основание)' точка \опораы το στήριγμα* * *жто́чка опо́ры — το στήριγμα
-
20 основа
См. также в других словарях:
βάση — η (AM βάσις) 1. το σημείο ή το μέρος όπου πατάει ή στηρίζεται κάποιος ή κάτι, υπόβαθρο, θεμέλιο («η βάση της σκάλας», «βάσις του κίονος») 2. ανατ. το σημείο στήριξης ή το πλατύτερο μέρος ορισμένων μερών του σώματος («η βάση της κεφαλής») 3. (γεωμ … Dictionary of Greek
βάση — η 1. αντικείμενο, ή χώρος, πάνω στο οποίο στέκεται ή στηρίζεται κάτι: Το άγαλμα στηρίζεται σε περίτεχνη βάση. 2. εφόδιο πνευματικό ή ηθικό ενός ατόμου: Έχει πολύ γερές βάσεις ως μαθητής. 3. ο ελάχιστος απαιτούμενος βαθμός για να περάσει κανείς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάσῃ — βάσηι , βάσις stepping fem dat sg (epic) βάζω speak aor subj mid 2nd sg βάζω speak aor subj act 3rd sg βάζω speak fut ind mid 2nd sg βά̱σῃ , βαίνω walk aor part act fem dat sg (attic epic ionic) βά̱σῃ , βαίνω walk aor subj act 3rd sg (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυτοσίνη — Βάση πυριμιδίνης, η οποία αποτελεί έναν από τους πέντε δομικούς λίθους των νουκλεϊκών οξέων (DNA, RNA) όλων των ζωντανών οργανισμών. Συμβολίζεται με C και ο χημικός της τύπος είναι C4H5N3O. H κ. ανακαλύφθηκε το 1894, οπότε απομονώθηκε από τον… … Dictionary of Greek
προπαγάνδα — Βάση της π. είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, με τον οποίο ο προπαγανδιστής μεταδίδει στο κοινό μια πληροφορία με περισσότερο ή λιγότερο υποβλητική αξία. Οι τόσο γενικοί όμως αυτοί όροι δεν εξηγούν την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek